Του Μάνου Σιφονιού
Από πατέρα σε πάππου κρατούσε το σόϊ πόστα στα βοσκοτόπια. Ο παππούς – γενάρχης εμβληματικός πέρασε 50 χρόνια σε διάφορα μαντριά, έγινε και αρχιτσέλιγκας μεγάλος και τρανός. Τα ίδια και ο πατέρας του, αν και τα τσούγκρισε με τον παππού, έφυγε να βρει αλλού τη τύχη του, μα ξαναγύρισε έκανε τη δική του στάνη με άλλο αέρα και έγινε κι αυτός η πρώτη γκλίτσα στο χωριό.
Το μικρό βοσκόπουλο μεγάλωσε στις στάνες και στα βοσκοτόπια ανάμεσα σε πρόβατα και ερίφια. Ο πατέρας του σαλαγούσε τα πρόβατα με μεγάλη μαεστρία… Άλλοι λέγανε, να δεις που θα μάθει κι ο μικρός κι άλλοι πως δεν τόχε το παιδί. Μα, Γιωργάκη τον ανέβαζαν, Γιωργάκη τον κατέβαζαν. Έγινε παλικάρι, πήρε και δικό του κοπάδι, αλλά το Γιωργάκης, Γιωργάκης! Καλό παιδί, αγαπητό, με το μουστακάκι του, προοδευτικό, ταξιδιάρικο με φίλους σε όλο το ντουνιά.
Η στάνη άλλαξε χέρια, την πήραν κάτι συγγενείς, φύγανε αυτοί ήρθαν άλλοι, ο Γιωργάκης είχε μεγαλώσει είχε πάρει το πάνω του, είχε πια γίνει κοτζαμάν Γιώργος. Εσύ είσαι ο δικός μας βοσκός του λέγανε οι μπιστικοί του, εσύ θα γίνεις αρχιτσέλιγγας του λέγανε, κι αγαλλίαζε κι η μάνα του που τον είχε καμάρι της.
Στη στάνη – και με τους πριν και με τους τωρινούς – καλά λέγανε ότι πάνε, λάδωσε τα αντεράκι ολονών, κάτι πονηρά βοσκόπουλα, μπορεί να βγάλανε και το κατιτίς τους παραπάνω, αλλά τα πρόβατα τι να πουν; Όσο βοσκάγανε με ρόκα, αντί για τριφύλι (με έξτρα μπαλσάμικο), μάθανε και στα Dolce Cabanna (εξελιγμένο είδος προβάτων βλέπεις!) να μην πατάνε στις λάσπες που πατούσαν οι παππούδες τους, τσιμουδιά δε βγάζανε. Κάτι πρόβατα που βέλαζαν ήταν , ως συνήθως… μαύρα! ....
Και ξαφνικά το αφεντικό βγήκε στο κλαρί (της τηλεόρασης) έστειλε σε όλους το χαμπέρι ότι η στάνη πάει για φούντο. Τα άκουσε αυτό ο Γιώργος, έσκασε ένα ζεστό χαμόγελο (τόχε το σόϊ) και είπε: «Λεφτά υπάρχουν»! Τον πήρανε τα πρόβατα στους ώμους (καλοθρεμμένα πρόβατα) τονε γύρισαν βελάζοντας να πούνε ότι αυτός είναι ο αρχηγός τους και τον καθίσανε στη καρέκλα του πρώην αφεντικού που τον έστειλαν αδιάβαστο με μπόλικα ράμματα για τη γούνα του.(Για να μη ξεχνιόμαστε).
Ανοίξανε τα σεντούκια και μόνο τίγκα στα χρέη τα βρήκανε. Άφαντα τα λεφτά που τους είπε. Μουδιάσανε λίγο τα πρόβατα, αλλά ήταν ακόμα στις χαρές τους. «Έλα μωρέ, θα τα είδανε βαριά τα σεντούκια και θα νομίζανε πως είχε λίρες μέσα… Τι να σου κάνει και ο Γιώργος, τη διαλύσανε τη στάνη οι προηγούμενοι. Πάει καλά…»
Κι εκείνος αγέρωχος, όπως τον εθέλανε! Θα το φτιάξουμε το μαντρί να λειτουργεί ρολόι, είπε. «Θα δείτε τις 100 πρώτες ημέρες» (τέρμινα εννοούσε; μήπως είπε τέρμινα;). Περάσανε οι πρώτες 100, περάσανε κι οι 150, ζώσανε το μαντρί τα φίδια. Όλων των λογιών. Φίδια με τη μούρη του γδάρτη και του αμανατιτζή έχεις δει; Ε τέτοια και χειρότερα φαντάσου!
Στον κάμπο αρχίσανε τα στενέματα, κάτι δυσκολίες με τη ρόκα και την παρμεζάνα, θα σας γελάσω… Τα πρόβατα άρχισαν να βελάζουν αναμεταξύ τους. «Δεν μας τα λεει καλά τα αφεντικό…», αλλά είχε ακόμα δρόμο το παραμύθι…
Ήρθαν καλοθελητές, του βάλανε λόγια: «Ζήτα βοήθεια, από τα άλλα μαντριά, πήγαινε στο συνεταιρισμό. Τόσα λεφτά πήραν οι προκάτοχοί σου, ακόμα κι ο πατέρας σου». (Όχι δεν του θύμισαν ότι αυτά τα λεφτά τα πήραν τα ξύπνια βοσκόπουλα που λέγαμε). Εκείνος ντούρος όπως τόχε και το παράστημα απάντησε: «Θα τα καταφέρουμε μόνοι μας», κι εκεί τα πρόβατα τα είδανε όλα… στις εφημερίδες στην τηλεόραση, στα sites! (προχωρημένα πρόβατα είπαμε) και πετάξανε καντήλες. Είχαν ξεμάθει και στα κουδούνια που τους τα ξανακρέμασαν οι απανταχού καλοθελητές τελάληδες και πολύ το ντράπηκαν. «Άκου να μας λένε όλα τα πρόβατα κλέφτες και τεμπέληδες; Εμείς κρατάγαμε τα τεφτέρια;»
Στο μεταξύ, όσοι ήταν στην απέξω (και κάτι γραμματιζούμενα πρόβατα), λέγανε στο Γιώργο: Κάτσε βρε Χρυσόστομε, δε λέμε ότι τα φόρτωσες στον κόκορα όπως ο άλλος ο προηγούμενος, δε λέμε ότι δε πασχίζεις και τρέχεις με το μάτι μαύρο, αλλά πες μας που την επας τη στάνη; Πες μας πόσο θα τον πιούμε όλοι μαζί, αλλά και για πόσο; Κάνε κάτι και με αυτούς που την κάνανε λαχείο στη πλάτη μας κι αυτούς που γράφανε και σβήνανε τα τεφτέρια, για δες σε πια ραχούλα κρύφτηκαν και ξεκοκαλίζουν το βιός μας.
Αλλά τίποτε δεν εγίνηκε και τα μαντάτα ερχόντουσαν ντιπ κατακέφαλα… Πάει η στάνη την εχάνουμε, θα φύγουνε τα αρσενικά για άλλα βοσκοτόπια, θα μας σφάξουν στο γόνατο οι οχτροί μας, κι άλλα τέτοια, αλλά και πάλι μοναχοί μας τη γούρνα της καλοπέρασης δε φαινόταν να τη γεμίζουμε.
Με τούτα και με κείνα, όχι μόνο δεν τα κατάφερε μόνη της η Στάνη, αλλά πλάκωσε στα μέρη και ο εξαποΔΝΤ. Τον καλέσανε κάνοντας τραπεζάκι λέγανε οι πολλοί που δεν καταλαβαίνανε και σταυροκοπιόντουσαν. Ένας Βεληγκέκας που έβγαζε φιρμάνια το ένα μετά το άλλο. Πάει το 13ο και το 14ο άρμεγμα, κομμένα τα έξτρα μπιχλιμπίδια, φόρος σε οτιδήποτε κινείται στα βοσκοτόπια, μαχαίρι στο λίπος που κουβαλάγανε τα πιο θρεμμένα πρόβατα, έλεγχοι και στη πιο μικρή ραχούλα.
Τα πρόβατα άρχισαν να αλαλιάζουν και βγήκανε στους δρόμους. Θυμόντουσαν και τι είχαν ακούσει ένα χρόνο κοντά τώρα - κι ας λένε πως αυτά τα ζωντανά έχουν αδύναμη μνήμη -
Και ξαφνικά ήρθε ο Αύγουστος! Κατακαλόκαιρο, κι όλα στάθηκαν σαν το τυρί που πήζει. Άλλα πρόβατα κατέβηκαν στη θάλασσα, να αρμυριστούνε, άλλα ανέβηκαν στις κορυφές να λιάσουν τις προβιές τους (που θα πάμε φέτος αγάπη μου, βουνό, ή θάλασσα;). Ποια προβλήματα; αναρωτιόντουσαν κάτι ξενόφερτα τραγιά που ερχόντουσαν για να απολαύσουν κάθε καλοκαίρι τα βοσκοτόπια μας και δεν ήξεραν πως τα μπάνια του προβατολαού είναι ιερά!
Το πώς τελειώνει αυτό το ωραίο παραμύθι θα δείξει άμα σφίξουν λίγο τα κρύα. Αν έχουμε βαρύ χειμώνα και δε ξεμυτίσουμε από τα χειμαδιά για καιρό δεν τονε βλέπω καλά τον μπάρμπα Γιώργο τον αρχιτσέλιγκα. Όπως είχε πει κι ο ίδιος, σε μια στιγμή ίσως που έβλεπε τα μελλούμενα (σε κάτι σφάγια;): «Θα μας πάρουν με τις πέτρες». Αν πάντως τον επάρουνε με τις πέτρες (εξελιγμένα πρόβατα… Τόπαμε, δεν τόπαμε;) παρά την προσπάθεια του, παρά το δίκιο του, παρά ίσως και το αποτέλεσμα που θα φέρει, θα φταίει κι ότι δεν κάθισε εγκαίρως να πει ξεκάθαρα, το και το. Έτσι έχουνε τα πράγματα. Σόρρυ (τόχει το αγγλικό) για τούτο και για κείνο που είπα. Συχωρεμένος θα τούλεγαν και Πάμε(! (δικό του αυτό, αλλά το ξέχασε). Το ότι θα τα πει κάποια στιγμή, ή δεν μπορούσε να τα πει είναι από άλλο παραμύθι!
Ηθικόν δίδαγμα: Το επικοινωνιακό κεφάλαιο, είναι αγαθό εν ανεπαρκεία. Τα πρόβατα κάποτε γίνονται λύκοι χωρίς ενδιάμεσο στάδιο.
Καλό καλοκαίρι.
* Ο κ. Μάνος Σιφονιός είναι Συγγραφεάς - Επικοινωνιολόγος. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου