Σάββατο 19 Ιουνίου 2010

Ο εμποράκος του 21ου αιώνα.




Του Γιάννη Παπαθεοδώρου
Έχεις όνειρα.
Έχεις ανοίξει μαγαζί, έχεις υπάλληλο, είσαι αφεντικό.
Είσαι επιχειρηματίας.
Είσαι κάποιος.
Είσαι επώνυμος.
Να, κοίτα, ο τίτλος της επιχείρησης είναι γραμμένος και, μόνο
στην Αγγλική γλώσσα.
Ευρωπαίος, σπουδαίος.


Θέλεις να φτάσεις ψηλά, πολύ ψιλά.....

Το όνειρο σου κι ένα δεύτερο μαγαζί, γιατί όχι και τρίτο.
Ελεύθερη αγορά έχουμε.
Ελευθερία, μεγάλη ελευθερία.
Μπορείς να κάνεις ότι θέλεις.
Το άκουγα από μικρός, και το εμπέδωσα για τα καλά.
Άκουγα για πετυχημένους, μεγάλους επιχειρηματίες που σαν
παράδειγμα τους έφερνε ο εκπαιδευτικός στο σχολείο, και απέκτησα
πρότυπο.
Να, τέτοιος θέλω να γίνω.


Και μα τη χαρά μου, μέρα εγκαινίων.
Στολίδια, πολλά στολίδια, πολύχρωμα μπαλόνια, φανταχτερά κορδελάκια.
Ένα τεράστιο τραπέζι μπροστά στο μαγαζί, στρωμένο με άσπρο
τραπεζομάντιλο, γεμάτο εδέσματα, κόκα κόλα και, ουίσκι παρακαλώ.
Πρώτα φτάνει το λουλουδικό, γλάστρες με καρτούλες.
Έρχεται κόσμος, πολύς κόσμος.
Μου σφίγγουν το χέρι, Καλές δουλειές.
Μπαίνουν στο μαγαζί, γεμίζει πελάτες, τα ράφια φυραίνουν, το ταμείο
γεμίζει .
Να, το πρώτο βήμα έγινε. Είμαι επιχειρηματίας.
Μαγαζί, εμπόρευμα, πελάτης, τζίρος, κέρδος.


Η επόμενη μέρα εξίσου φανταχτερή.
Τα μπαλόνια που μείνανε κρεμασμένα τα ζεσταίνει ο ήλιος και ένα
μπαμ ακούγετε κάθε λίγο και λιγάκι.
Τα κορδελάκια ακόμα κρεμασμένα λικνίζονται.
Προκαλούν την προσοχή των περαστικών, στρέφουν το βλέμμα, κοιτάν τη
βιτρίνα, η περιέργεια ορισμένους τους σπρώχνει μέσα.
Εγώ στην είσοδο για το καλωσόρισμα.- το αφεντικό.
Η κοπέλα τους ξεναγεί. - η υπάλληλος.
Το ταμείο δεν μένει άδειο.
Το τηλέφωνο δεν λέει να σταματήσει.
Φίλοι, γνωστοί, για τις καθιερωμένες ευχές, δεν μπόρεσαν να έρθουν
στα εγκαίνια αλλά θα περάσουν κάποια μέρα να μου ευχηθούν από
κοντά. - και να ψωνίσουν λέω εγώ από μέσα μου.


Ο χρόνος τσουλάει.
Όχι πάντα ευχάριστα. Όχι όπως στην αρχή.
Τα εγκαίνια είναι μια μακρινή ευχάριστη ανάμνηση.
Ο περαστικός, κοιτά τη βιτρίνα αδιάφορα και προσπερνά, σκυφτός.
Όλο και λιγότεροι θα διαβούν το κατώφλι του μαγαζιού.
Και λιγότεροι θα ψωνίσουν.
Τα εμπορεύματα στα ράφια δεν εναλλάσσονται πλέον με την ίδια
συχνότητα.
Είναι μέρες, πολλές μέρες που το ταμείο μένει άδειο.
Το τηλέφωνο δεν χτυπά για ευχές αλλά για υπενθυμίσεις.
Η τράπεζα για τη δόση του δανείου.
Το ταμείο ασφάλισης για τα οφειλόμενα.
Ο ιδιοκτήτης στενός κορσές για το νοίκι που δεν κατέβαλα ακόμα.
Λογαριασμοί απλήρωτοι.
Ο υπουργός με αποκαλεί φοροφυγά.
Όμως εγώ, μεροκάματο βγάζω και με το ζόρι.
Οι υποχρεώσεις τρέχουν.
Τα μπουγιουρντί έρχονται σύννεφο.
ΦΠΑ, Φόρο εισοδήματος, κλείσιμο βιβλίων, πενταετίες, συνάφειες.
Και τώρα....απόδειξη, με κυνηγά κι ο πελάτης.
Το είπε ο υπουργός.
Αυτός κλέβει το δημόσιο, ζήτα του απόδειξη κι εγώ εδώ είμαι...


Μπα, τη έκανα στραβά;
Τη δεν πήγε καλά;
Εγώ, τα έκανα όλα όπως μου τα είπαν.
Εγώ ήθελα να πιάσω το όνειρο που μου καλλιέργησαν.
Μα αφού μου είπαν, είσαι ελεύθερος να γίνεις επιχειρηματίας.
Α ξέρω, ο πλανόδιος φταίει, παραεμπόριο το λέει ο Υπουργός.
Μα αυτός δεν είναι επιχειρηματίας, δεν έχει μαγαζί, δεν έκανε
εγκαίνια, δεν έχει υπάλληλο.
Πως τολμά και πουλά στο δρόμο;
Πως τολμά και χώνετε σε μια παράγκα και απλώνει την πραμάτεια
του;
- παζάρι το λένε.
Γιατί δεν πάει ο χωροφύλακας να τον πιάσει;
Ποιος πολιτικός τον καλύπτει; Λες να είναι ο ίδιος που ψήφισα
κι εγώ;
Όμως κι αυτός φουκαράς είναι.
Με ντατσούν γυρνά και διαλαλεί την πραμάτεια του.




Κι αυτός ο Κινέζος;
Όχι αυτός που του δώκανε το μεγαλύτερο λιμάνι, αυτός είναι καλός,
αυτός είναι πλούσιος, έχει λεφτά πολλά λεφτά. Να, με υπουργούς
κάνει παρέα, Θα μοιράσει και δωράκια. σουτ, χορηγία το λένε
Μιλώ για τον άλλο Κινέζο που τόλμησε κι άνοιξε κι αυτός μαγαζί
σαν το δικό μου στο διπλανό δρόμο.
Είναι ανταγωνιστής μου παίρνει τους πελάτες.
Τι στο διάολο, γιατί τον αφήνουν; Που είναι ο χωροφύλακας; Γιατί
δεν πάει να τον κλείσει;
Τόση ελευθερία ποια;
Αυτόν; ποιος το καλύπτει; Κάτι για συμφωνίες άκουσα κυβερνήσεων.
Λες να είναι και η κυβέρνηση που ψήφισα κι εγώ;
Ξανά η λέξη ελευθερία.
Είμαστε λένε, μια μεγάλη αγορά,
Παγκοσμιοποίηση τη λένε.
Και λεύτερος είναι ο καθένας να φτιάξει μαγαζί όπου θέλει, ακόμα
και στην Κίνα.


Ε ρε έρμε εμποράκο.
Όταν ήρθε ο Αμερικανός - ο μεγάλος αδερφός - και σου φύτεψε
συρματόπλεγμα και σιδερένια πουλιά, είπες, είναι για το καλό μου,
να με προστατέψουν από τις κόκκινες αρκούδες θέλουν.
Τι να κάνω, τον ταΐζω, κι όταν αγριεύει του δίνω κάτι παραπάνω,
μην με περάσει για κόκκινη αρκούδα.
Όταν ήρθε ο ευρωπαίος, κι έστησε ένα μεγάλο μαγαζί, μου είπαν,
είναι τις ίδιας οικογένειας.
Μα, πόσα αδέρφια έχω;
Φιλόξενος καθώς είμαι δεν έφερα αντίρρηση.
Τώρα η οικογένεια μεγάλωσε, όλος ο κόσμος ένα είμαστε.
Αλλά , είμαστε Λεύτεροι μην το ξεχνάς.
Κι ο τζίρος ο δικός σου πέφτει.
Αλλά το μαγαζί του ευρωπαίου μεγαλώνει.
Ήρθε κι αυτή η ριμάδα η κρίση. αδερφή κι αυτή.
Θα μας τσακίσει.
Α ρε πουτάνα μάνα, με πόσους έκανες παιδιά;






Από κάπου έρχονται φωνές.
Ποιοι είναι τη θέλουν και φωνάζουν;
Με την κυβέρνηση τα βάζουν. Μα αφού την ψηφήσαμε.
Με τους ευρωπαίους τα βάζουν με τα μεγάλα μαγαζιά. Μα αυτοί
είναι ισχυροί.
Εγώ τον πλανόδιο θέλω να διώξετε.
Λένε και για τους Αμερικάνους, μα αυτοί είναι οι προστάτες μας.
Μη, θα αγριέψουν.
Λένε κι άλλα.
Πλησιάζω να δω.
Μπα, τη δουλειά έχω εγώ με αυτούς.
Μουντζούρηδες είναι, δεν είναι καλοντυμένοι σαν εμένα.
Δεν είναι επιχειρηματίες.
Κρατάν και κόκκινες σημαίες.
Μακριά μην με στιγματίσουν και χαρακτηρίσουν κι εμένα κομμουνιστή.



Ξανά φωνές, ξανά τραγούδια, επιμένουν αυτοί.
Μπαίνω στον πειρασμό να πάω πιο κοντά.
Με καλούν κι εμένα.
- Εργατιά χωρίς λεφτά μαγαζιά χωρίς δουλειά.
Το είδα γραμμένο, το άκουσα που το φώναζαν.
Διάολε, μην πάτε στο κινέζικο, μην παίρνετε από τον πλανόδιο.
Επιμένω εγώ.
Αλλά η ουρά των πελατών, είναι στο μεγάλο μαγαζί του ευρωπαίου.
Τελικά, πια είναι τα αδέρφια μου;
Ο μουντζούρης που η γυναίκα του μπαίνει στο μαγαζί μου η ο
μεγάλος αδερφός ο ευρωπαίος που δεν έχω δει ούτε τη μούρη του;


Από ποιον κινδυνεύω.
Με ποιον πρέπει να πάω;
Ζαλίστηκα, χτυπά το τηλέφωνο.,
-η επιταγή κύριε , σφραγίστηκε, είστε αφερέγγυος.
Αυστηρή η φωνή στην άλλη άκρη.




Κρύος ιδρώτας, ώρα είναι να έρθει σε μένα ο χωροφύλακας.
Μα τι έκανα; Ότι μου έλεγαν αυτό έκανα.
Από μικρό παιδί.
Βλέπω την διαδήλωση να περνά.
- Εργατιά χωρίς λεφτά μαγαζιά χωρίς δουλειά.

Δεν υπάρχουν σχόλια: