Του ΘανάσηςΜαυρίδη
thanasis.mavridis@capital.gr
Ότι υπάρχει πρόβλημα αξιοπιστίας στα Μέσα Ενημέρωσης, αυτό είναι κάτι περισσότερο από φανερό. Το δείχνουν, άλλωστε, οι χαμηλές κυκλοφορίες και το γεγονός ότι πολλά έντυπα, κυρίως έντυπα, ζουν αποκλειστικά από την κρατική διαφήμιση. Οι αναγνώστες δεν είναι ιθαγενείς που περιμένουν να τους προσφέρουν καθρεφτάκια.
Καταλαβαίνουν πολύ καλά τι συμβαίνει και ανάλογα συμπεριφέρονται. Ειδικά το κοινό του Οικονομικού Τύπου, το οποίο είναι σαφώς μικρότερο από το ευρύτερο κοινό, είναι ένας κόσμος που έχει συγκεκριμένες απαιτήσεις και δικά του ποιοτικά στάνταρ.
Το θέμα μας σήμερα είναι η διαφάνεια στις αγορές σε σχέση με τα Μέσα Ενημέρωσης. Θα το χωρίσουμε σε δύο ενότητες, στις σχέσεις των Μέσων Ενημέρωσης - επιχειρήσεων με τις λοιπές επιχειρήσεις και στις σχέσεις των δημοσιογράφων με τις επιχειρήσεις.
Οι εκδοτικές επιχειρήσεις είναι κερδοσκοπικοί οργανισμοί και είναι ξεκάθαρο ότι αν δεν είναι κερδοφόροι, αυτό είναι σε βάρος της ενημέρωσης. Οι ζημιές φέρνουν αργά ή γρήγορα την εξάρτηση του Μέσου από το κράτος, το οποίο στην Ελλάδα είναι ο μεγαλύτερος σε μέγεθος επιχειρηματίας, ή από τον ή τους χορηγούς. Ας προσέξουμε, λίγο σε αυτό το σημείο. Θα ήταν ιδανικό για μία εφημερίδα να μη δέχεται διαφημίσεις, αλλά όλοι ξέρουμε ότι αυτό είναι αδύνατο. Εκτός και αν μιλάμε για ένα newsletter με λίγους συντάκτες που όμως θα είναι πολύ εξειδικευμένο και το οποίο σε κάθε περίπτωση δεν θα μπορεί να έχει τον πλούτο της ενημέρωσης ενός μεγάλου Μέσου.
Σε όλο τον κόσμο, λοιπόν, είναι αποδεκτό ότι η εκδοτική επιχείρηση έχει πελάτες. Τους πελάτες της τους σέβεται, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν τους κάνει κριτική. Κι εν πάση περιπτώσει, σε όποιον πελάτη δεν αρέσει, μπορεί να ανοίξει την πόρτα και να φύγει. Η εγγύηση της αξιοπιστίας της εφημερίδας, του βασικού της εμπορεύσιμου προϊόντος στην πραγματικότητα, είναι η οικονομική ανεξαρτησία του Μέσου. Να μην «πονάει» η εκδοτική επιχείρηση από την αποχώρηση του «δυσαρεστημένου» πελάτη.
Ασφαλώς και δεν ζούμε σε αγγελικό κόσμο και δεν γίνονται όλα ιδανικά. Τα πράγματα δεν είναι τέλεια, αλλά αν γίνουν υπερβάσεις προς τη λάθος κατεύθυνση, τότε οι αναγνώστες τιμωρούν. Με άλλα λόγια, ο βασικός πελάτης μιας εκδοτικής επιχείρησης δεν είναι ο διαφημιζόμενος, αλλά ο αναγνώστης.
Στην Ελλάδα οι καταστάσεις έχουν διαφοροποιηθεί αισθητά τα τελευταία χρόνια. Κι αυτό συνέβη διότι υπάρχουν ελάχιστοι κατ΄ επάγγελμα εκδότες. Οι περισσότεροι έχουν ως κύρια ενασχόλησή τους άλλη δραστηριότητα. Κι επειδή στην Ελλάδα αυτό είναι φαινόμενο της τελευταίας εικοσαετίας το κοινό τείνει να ξεχάσει τι ακριβώς σημαίνει ανεξάρτητη και αδέσμευτη εφημερίδα, δίχως αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν τέτοιες. Με άλλα λόγια, η έλλειψη εκδοτών, με την παραδοσιακή έννοια του όρου, διαπαιδαγωγεί τους νέους κυρίως αναγνώστες στο να αποδέχονται μη ορθές συμπεριφορές εκ μέρους των Μέσων Ενημέρωσης (συνήθως αυτό εκφράζεται με απάθεια σε περιπτώσεις εμφανούς παραβίασης όλων των κανόνων δεοντολογίας) ή ακόμη πιο εύκολα τους οδηγεί στην αποχή.
Το δεύτερο και σοβαρότερο, κατά την άποψή μας, στοιχείο της ενότητας Μέσα Ενημέρωσης και διαφάνεια στις αγορές έχει να κάνει με τις σχέσεις των εισηγμένων εταιρειών με τους δημοσιογράφους.
Στο εξωτερικό, στις μεγάλες και σοβαρές, τουλάχιστον, χώρες, θεωρείται αδιανόητο να πληρώνεται ένας δημοσιογράφος από την εφημερίδα του και ταυτόχρονα και από μία επιχείρηση για να προσφέρει υπηρεσίες δημοσίων σχέσεων. Στην Ελλάδα θεωρείται ως ένα από τα πιο φυσιολογικά πράγματα στον κόσμο. Ο κύριος Μαυρίδης μπορεί, για παράδειγμα, να έχει έμμισθη σχέση με μία τράπεζα και να γράφει για τον εργοδότη του στην εφημερίδα ή ακόμη χειρότερα να γράφει για τους ανταγωνιστές του.
Μπορεί ο κύριος Μαυρίδης να μην έχει οργανική σχέση, αλλά να συμμετέχει σε κάποια επενδυτική επιτροπή της τράπεζας ή στο περιοδικό της ή να πληρώνεται από εταιρεία δημοσίων σχέσεων που μεταπουλά τις υπηρεσίες στην τράπεζα ή στην οποιαδήποτε εισηγμένη επιχείρηση.
Στην Αμερική ο δημοσιογράφος υποχρεώνεται να γράφει στο τέλος του ρεπορτάζ αν έχει τοποθετηθεί επενδυτικά στην εταιρεία με την οποία ασχολείται. Αν υπήρχε θέμα και με την πιθανή επαγγελματική ενασχόληση του δημοσιογράφου με την εταιρεία που καλείται να κρίνει, τότε, να είστε σίγουροι ότι θα το είχαν προβλέψει κι αυτό. Ο κύριος Μαυρίδης θα έγραφε υποχρεωτικά κάτω από κάθε σχετικό άρθρο του, όχι μόνο ότι είναι μέτοχος της τράπεζας, αλλά και ότι έχει μία οποιαδήποτε άλλη σχέση εξάρτησης μαζί της. Τότε θα έπρεπε να κάνει ένα από τα εξής δύο πράγματα: Ή να αφήσει τη δημοσιογραφία ή να αφήσει τις παράπλευρες εργασίες του.
Ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθο βαλέτω. Δεν είμαι εγώ εκείνος που θα σας πω ότι αναλαμβάνω κάποιου είδους σταυροφορία. Ούτε ότι έχω κάποιο φωτοστέφανο. Αλλά κάποια στιγμή θα πρέπει να μπει ένα οριστικό τέλος σε αυτή την ιστορία. Πώς; Με τον πιο απλό τρόπο που έχουμε ήδη περιγράψει. Ο δημοσιογράφος να καλείται να γράψει κάτω από το άρθρο του αν έχει μετοχές ή άλλη σχέση με την εταιρεία με την οποία ασχολείται στο ρεπορτάζ του ή με τον κλάδο ή με ανταγωνιστές της. Και μια εποπτική αρχή να ελέγχει πράγματι την αξιοπιστία των δηλώσεων ή των μη δηλώσεων.
Θα είναι ένα ποιοτικό βήμα στην ενημέρωση και κυρίως στη διαφάνεια. Δεν θα λύσουμε όλα μας τα θέματα με μιας, αλλά θα είναι μία αρχή. Ας κάνουμε το βήμα ένα και μετά ας προχωρήσουμε στο βήμα δύο. Το να μιλάμε γενικά και αόριστα ή να επιχειρούμε από την μία μέρα στην άλλη να τα λύσουμε όλα, κινδυνεύουμε να βρεθούμε εκεί απ’ όπου ξεκινήσαμε: Στην αδιαφάνεια και τη σύγχυση.
Θανάσης Μαυρίδης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου